-
1 σπάραγμα
A piece torn off, shred, fragment, ὅσων σπαράγματα all whose mangled corpses, S.Ant. 1081;σπάραγμα κόμας E. Andr. 826
(lyr.); γίνεται τὰ μὲν ἀπὸ σπέρματος τὰ δ' ἀπὸ σπαραγμάτων others from slips, Arist.GA 761b28: pl., σ. κρημνῶν jagged fragments, Plu.Mar.23; σ. στεφάνων fragments of.., Id.2.463a, etc.; γραμμάτων σπαράγμασι.. οἱ σπεύδοντες γράφουσι ib.1011d.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σπάραγμα
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский